βολικός

βολικός
-ή, -ό
1. άνετος, αναπαυτικός
2. (για πρόσωπα) καλόγνωμος, συμβιβαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ευβολικός < μτγν. εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βολικός — ή, ό επίρρ. βολικά 1. ο άνετος, ο πρόσφορος, ο ευνοϊκός: Το δωμάτιό μου είναι βολικό. – Όλα μας ήρθαν βολικά. 2. εύκολος, καλόβολος, ευκολομεταχείριστος: Είναι πολύ βολικός άνθρωπος κι έτσι είναι ευπρόσδεκτος παντού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνετος — η, ο (Α ἄνετος, ον) [ανίημι] αναπαυτικός, ξεκούραστος, βολικός, εύκολος νεοελλ. 1. (για ρούχα) όχι στενός, χαλαρός, ελαφρύς 2. απερίσπαστος, ο χωρίς έγνοιες ή εμπόδια αρχ. 1. (για ζώα) αμολητός, ελεύθερος 2. ακόλαστος, ασύδοτος 3. (για μέλη του… …   Dictionary of Greek

  • αδυσανάσχετος — η, ο [δυσανασχετώ] αυτός που δεν δυσανασχετεί ή δεν δυσανασχέτησε, ο βολικός, ο καλόβολος …   Dictionary of Greek

  • ανάρεστος — η, ο αυτός που δεν ευχαριστιέται καθόλου ή ευχαριστιέται δύσκολα με κάτι, που βρίσκει ελλείψεις στα πάντα, μη βολικός, δύσκολος …   Dictionary of Greek

  • βολετός — (boletus). Γένος υμενομυκήτων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των βολετιδών. Το καρπόσωμα αυτού του μανιταριού είναι σαρκώδες, λείο, πιο σπάνια τριχωτό, συνήθως μεγάλου μεγέθους. Έχει κεντρικό πόδα και πίλο με την εξωτερική επιφάνεια σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • βολκός — ο αλιευτικό εργαλείο που μοιάζει με επίμηκες κυλινδρικό δικτυωτό καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική είναι η υπόθεση ετυμολογήσεως του βολκός < *Fολκός (< ολκός < έλκω), λόγω του ότι δεν υπάρχουν μαρτυρίες της λ. με δίγαμμα… …   Dictionary of Greek

  • εκλεκτικισμός — Θεωρία που απορρίπτει τη μονομέρεια των διαφόρων φιλοσοφιών, οι οποίες παρουσιάστηκαν διαδοχικά στην ιστορία. Ο ε. υποστηρίζει ότι θεμελιώνει μια προοπτική, η οποία κατορθώνει να ενοποιήσει τις διάφορες απόψεις αντλώντας ό,τι θετικό και λιγότερο… …   Dictionary of Greek

  • ευάγωγος — η, ο (ΑΜ εὐάγωγος, ον) αυτός που άγεται, οδηγείται εύκολα, ευκολομεταχείριστος, ευκολοκυβέρνητος, ευπειθής νεοελλ. 1. αυτός που πείθεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το ευάγωγο η ιδιότητα τού ευαγώγου, τού ευπειθούς, αυτού που έχει καλή αγωγή 3.… …   Dictionary of Greek

  • ευμεταχείριστος — η, ο (ΑΜ εὐμεταχείριστος, ον) 1. (για πρόσ.) 1. αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο βολικός («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», Ξεν.) 2. (για πράγματα) αυτός τον… …   Dictionary of Greek

  • ευπετής — εὐπετής, ές (ΑΜ) 1. (ιδίως για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά 2. μτφ. (για γεγονότα) ευνοϊκός, ευτυχής 3. (για τον ρυθμό τού λόγου) εύστροφος, ευφραδής 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπετές η ευστροφία τού λόγου 5. εύκολος, ευκολοκατόρθωτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”